ξυστήρ — scraper masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυστῆρα — ξυστήρ scraper masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυστῆρας — ξυστήρ scraper masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυστῆρες — ξυστήρ scraper masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυστῆρι — ξυστήρ scraper masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυστῆρος — ξυστήρ scraper masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυστῆρσι — ξυστήρ scraper masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυστῆρσιν — ξυστήρ scraper masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυστήρων — ξυστήρ scraper masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυστηρίδιον — ξυστηρίδιον, τὸ (Α) υποκορ. τού ξυστήρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυστήρ + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. λουτηρ ίδιον)] … Dictionary of Greek
οδοντοξυστήρ — ὀδοντοξυστήρ, ὁ (Α) ο οδοντοξέστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + ξυστήρ «εργαλείο για ξύσιμο, χειρουργικό μαχαίρι» (πρβλ. περι ξυστήρ)] … Dictionary of Greek